τσέλο — το (λ. ιταλ.), έγχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με δοξάρι, το βιολοντσέλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιολοντσέλο ή τσέλο — Έγχορδο μουσικό όργανο με τόξο. Έχει τέσσερις χορδές (ντο, σολ, ρε, λα),που κουρδίζονται κατά πέμπτες. Αρχικά ονομαζόταν βιολοντσίνο και για πολύ καιρό προοριζόταν να εκτελεί αποκλειστικά μουσικούς φθόγγους βαθύτερους από εκείνους της βιόλας.… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
τσελίστας — ο, Ν μουσικός που παίζει τσέλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσέλο + κατάλ. ίστας (πρβλ. πιαν ίστας)] … Dictionary of Greek
Κουλτάρ, Ζαν — (Jean Coulthard, Βανκούβερ 1908 – 2000). Καναδέζα μουσικοσυνθέτης. Σπούδασε μουσική στο Βασιλικό Κολέγιο Μουσικής του Λονδίνου. Στη δεκαετία του 1930 έλαβε θετικές κριτικές από τους Σένμπεργκ και Μπάρτοκ· έτσι συνέχισε τις σπουδές της με τον… … Dictionary of Greek
τσελίστας — ο ο μουσικός που ξέρει να παίζει τσέλο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)